- παράσημος
- παράσημοςmarked amissmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… … Dictionary of Greek
παρασήμως — παράσημος marked amiss adverbial παράσημος marked amiss masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασημότεροι — παράσημος marked amiss masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασημότερος — παράσημος marked amiss masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασήμους — παράσημος marked amiss masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράσημοι — παράσημος marked amiss masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράσημον — marginal mark neut nom/voc/acc sg παράσημος marked amiss masc/fem acc sg παράσημος marked amiss neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… … Dictionary of Greek
ՆՇԱՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0436 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա. ἑπίσημος, εὕσημος, παράσημος, ον signatus եւ insignis. Ունօղ յինքեան զնշան ինչ որոշիչ յայլոց. նշանակեալ նշանաւ իւիք. որոշեալ. երեւելի. յայտնի. ... *Լինէր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παρασήμοις — παράσημον marginal mark neut dat pl παράσημος marked amiss masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)